- Περσείη
- Περσεῖοςa fishfem nom/voc sg (epic ionic)Περσεύςa fishfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περσείη — περσεία persea fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσέα — Bλ. λ. αβοκάτο. * * * η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως τής Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια… … Dictionary of Greek
περσεία — και περσείη, ἡ, Α βλ. περσέα … Dictionary of Greek